εξερεθίζω

εξερεθίζω
μετ. возбуждать, раздражать, сердить; дразнить;

εξερεθίζομαι — разгневаться, рассердиться


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "εξερεθίζω" в других словарях:

  • εξερεθίζω — εξερεθίζω, εξερέθισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εξερεθίζω — (AM ἐξερεθίζω) [ερεθίζω] ερεθίζω υπερβολικά …   Dictionary of Greek

  • εξερεθίζω — εξερέθισα, εξερεθίστηκα, εξερεθισμένος, μτβ., ερεθίζω υπερβολικά, εξεγείρω, εξοργίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐξερεθίζῃ — ἐξερεθίζω stimulate pres subj mp 2nd sg ἐξερεθίζω stimulate pres ind mp 2nd sg ἐξερεθίζω stimulate pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξερεθίζει — ἐξερεθίζω stimulate pres ind mp 2nd sg ἐξερεθίζω stimulate pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξερεθίζοντα — ἐξερεθίζω stimulate pres part act neut nom/voc/acc pl ἐξερεθίζω stimulate pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξερεθίσαι — ἐξερεθίζω stimulate aor inf act ἐξερεθίσαῑ , ἐξερεθίζω stimulate aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξερεθιζόμενοι — ἐξερεθίζω stimulate pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξερεθισθείς — ἐξερεθίζω stimulate aor part pass masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξερεθισθέντες — ἐξερεθίζω stimulate aor part pass masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξερεθίζειν — ἐξερεθίζω stimulate pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»